- ημισκιά
- η(ζωγρ.) ο τόνος μεταξύ φωτός και σκιάς, σκιόφως, ημίφως, μισόφωτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σκιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek